- χελιδόνισμα
- το, Ν [χελιδονίζω]παλαιότατο χαρακτηριστικό έθιμο τής 1ης Μαρτίου, κατά το οποίο το πρωί τής ημέρας αυτής παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια κατά ομάδες κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, στολισμένο με άνθη και χλωρά κλαδιά, και τραγουδούν τον ερχομό τής άνοιξης και την επιστροφή τών χελιδονιών, έθιμο που είναι συνέχεια τού γνωστού με την ονομασία χελιδονισμός* αρχαίου εθίμου.
Dictionary of Greek. 2013.